κοώ — κοῶ, έω και άω (Α) ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κοῶ (< *κοF έω) θεωρείται μετονοματικό παρ. ενός ον. *κόF ος που εμφανίζεται ως β συνθετικό στα Μυκηναϊκά (πρβλ. epi ko woi «επιτηρητές»), στα Έπη (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Λαο κόων) και σε μεταγενέστερους… … Dictionary of Greek
Κόω — Κόης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόω — κόος cavity masc nom/voc/acc dual κόος cavity masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόωι — κόῳ , κόος cavity masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους Τιτάνες, ενώ σε μεταγενέστερες παραδόσεις αναφέρεται επίσης ως Γίγαντας, μετά τη σύγχυση που επήλθε ανάμεσα σε Τιτάνες και Γίγαντες. Ο Κ. ήταν γιος του Ουρανού και της Γης και… … Dictionary of Greek
αμνοκών — ἀμνοκῶν ( οῦντος), ο (Α) αυτός που έχει νου προβάτου, ηλίθιος, κουτορνίθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνὸς + κοῶ «παρατηρώ, ακούω»] … Dictionary of Greek
ευρυκόωσα — εὐρυκόωσα, ἡ (Α) 1. επίθ. τής νύκτας κατά την οποία μπορεί κάποιος να ακούει σε μακρινή απόσταση λόγω τής ηρεμίας 2. επίθ. τής θαλάσσιας θεάς Κητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κοώ «ακούω, αντιλαμβάνομαι»] … Dictionary of Greek
θυοσκόος — θυοσκόος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυοσκόος α) ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης β) στον πληθ. οἱ θυοσκόοι οι ιεροσκόποι, οι θυοσκόποι 2. φρ. α) «Μαινάδες θυοσκόοι» οι θεόπνευστες Μαινάδες β) «θυοσκόα ἱρά» θυτικά εργαλεία, σκεύη θυσίας.… … Dictionary of Greek
κοίον — κοῑον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται πιθ. από *κόF ιον, με σίγηση τού F , (πρβλ. κοῶ «ακούω» και λατ. cavere «προφυλάσσομαι εγγυώμαι»). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kavi και λυδ. kaveś] … Dictionary of Greek
κοννώ — κοννῶ, έω (Α) γνωρίζω («καρβᾱνα αὐδὰν δ εὖ, γᾱ, κοννεῑς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. κοῶ, έω «ακούω» και με τη γλώσσα τού Ησύχ. ἔκομεν ἑωρῶμεν, ἠσθόμεθα] … Dictionary of Greek